κιοτεύω

κιοτεύω
κιότεψα (λ. τουρκ.)
1. δειλιάζω, είμαι δειλός: Κιότεψε ο εχθρός στο κρίσιμο σημείο της μάχης κι έφυγε.
2. κάνω κάποιον να φοβηθεί: Μην το κιοτεύεις το παιδί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κιοτεύω — [κιοτής] 1. δειλιάζω 2. κάνω κάποιον να δειλιάσει τρομάζοντάς τον …   Dictionary of Greek

  • γκιοτεύω — [γιοτής] κιοτεύω, δειλιάζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”